Κυριακή 27 Μαΐου 2018


Γιος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886-912) από την παλλακή του Ζωή Καρβονοψίνα , την οποία ο Λέων ΣΤ' νυμφεύθηκε σύντομα μετά τη γέννηση του Κωνσταντίνου (Σεπτέμβριος 905). Από τον γάμο αυτό προέκυψε το περίφημο ζήτημα της τετραγαμίας, γιατί ο Λέων ΣΤ' είχε συνάψει προηγουμένως άλλους τρεις γάμους χωρίς να αποκτήσει διάδοχο. Ο Κωνσταντίνος προσωνυμήθηκε Πορφυρογέννητος, γιατί γεννήθηκε στην αίθουσα της πορφύρας του Παλατιού, αλλά η αναγνώριση του αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα. Ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός δέχθηκε να τον βαπτίσει στον ναό της Αγίας Σοφίας, υπό τον όρο ότι θα απομακρυνόταν από το Παλάτι η Ζωή. Ο Λέων ΣΤ' δέχθηκε αρχικά τον όρο, αλλά μετά τη βάπτιση (Ιανουάριος 906) επανέφερε με τιμές τη Ζωή στο Παλάτι και τέλεσε τον γάμο παρά την αντίδραση του πατριάρχη, ο οποίος απομακρύνθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο. Ο νέος πατριάρχης Ευθύμιος αναγνώρισε τον τέταρτο γάμο και έστεψε τον Κωνσταντίνο συμβασιλιά (911). Μετά τον θάνατο του πατέρα του (912), αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Αλέξανδρος (912-913), νεώτερος αδελφός του Λέοντος ΣΤ', ο οποίος έκλεισε τη Ζωή σε μοναστήρι, επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο τον Νικόλαο τον Μυστικό και απομάκρυνε από τις σημαντικές θέσεις τους φίλους του αδελφού του. Ο αιφνίδιος θάνατος του Αλεξάνδρου (913) συνδέθηκε με την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε αυτοκράτορα σε ηλικία 8 ετών (7 Ιουνίου 913), γι' αυτό ορίστηκε τριμελής επιτροπεία με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο τον Μυστικό - που εν τω μεταξύ είχε επανέλθει στα καθήκοντά του μετά τον θάνατο του Λέοντα - και οι Μάγιστροι Στέφανος και Ιωάννης Ελλαδάς. Η βασιλομήτωρ Ζωή (Καρβονοψίνα) επέστρεψε πάλι στο Παλάτι και αναμίχθηκε ενεργά στην κηδεμονία του γιου της.
Κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του (913-920) η αυτοκρατορία αντιμετώπισε τα προβλήματα των Βυζαντινοβουλγαρικών πολέμων, γιατί ο φιλόδοξος ηγεμόνας των Βουλγάρων Συμεών, φίλος και συμμαθητής του πατριάρχη, διεκδικούσε να του αναγνωριστεί ο τίτλος του «βασιλέως» και πρότεινε τον γάμο της κόρης του με τον νεαρό αυτοκράτορα. Η απόρριψη των αξιώσεων δημιούργησε μεγαλύτερη οξύτητα στις θυζαντινοβουλγαρικές σχέσεις, ο δε Συμεών απείλησε και αυτήν ακόμη την Κωνσταντινούπολη (913). Η συγκέντρωσητης προσοχής των Βυζαντινών στα ανατολικά σύνορα για την εξουδετέρωση της αραβικής απειλής στη Συρία και την Κιλικία άφησε ελεύθερο πεδίο κίνησης στον ηγεμόνα τωνΒουλγάρων, ο οποίος συνέχισε τις επιδρομές στη Θράκη και τη Μακεδονία. Το 914 κατέλαβε την Αδριανούπολη και συνέχισε τις επιδρομές σε όλη την έκταση της Μακεδονίας. Οι προσπάθειες του πατριάρχη Νικολάου του Μυστικού με επιστολές και διπλωματικές αποστολές να πείσει τον Συμεών να σταματήσει τις επιδρομές δεν υπήρξαν αποτελεσματικές, αφού οι αξιώσεις του Βουλγάρου ηγεμόνα παρέμεναν σταθερές. Η νίκη του στην Αγχίαλο (917) εναντίον του βυζαντινού στρατού υπό την αρχηγία του δομέστικου των σχολών Λέοντος Φωκά επέτρεψε στον Συμεών να φθάσει ανενόχλητος μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου, αλλά οι φιλοδοξίες του δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Ο γάμος της κόρης του με τον νεαρό αυτοκράτορα, που θα του άνοιγε την οδό προς την Κωνσταντινούπολη, δεν έγινε, παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, γιατί εκδηλώθηκε στασιαστική αντίδραση στην Κωνσταντινούπολη εναντίον μιας τέτοιας υποχώρησης.
Από τις ζυμώσεις αυτές ενισχύθηκε η θέση του μέλους της επιτροπείας και αρχηγού του στόλου Ρωμανού Λακαπηνού, ο οποίος εξουδετέρωσε την επιρροή του Λέοντος Φωκά, επέβαλε με την υποστήριξη και του πατριάρχη τον γάμο της κόρης του Ελένης με τον νεαρό αυτοκράτορα (919) και έλαβε τον καινοφανή τίτλο του βασιλεοπάτορα, ο οποίος του εξασφάλισε τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας. Το 920 ο Ρωμανός στέφθηκε συμβασιλιάς και έγινε απόλυτος κύριος της εξουσίας. Ο Κωνσταντίνος Ζ' προοδευτικά παραμερίστηκε, ο δε Ρωμανός ανακήρυξε συμβασιλείς τους γιους του Χριστόφορο (921), Στέφανο και Κωνσταντίνο (924), με την προοπτική νομιμοποίησης τους για τη διαδοχή στον θρόνο. Παράλληλα, προώθησε στον πατριαρχικό θρόνο τον νεώτερο γιο του Θεοφύλακτο (933) για να ελέγχει και τις δύο εξουσίες. Ο Κωνσταντίνος απομονώθηκε από τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, ενώ η μητέρα του Ζωή (Καρβονοψίνα) κλείστηκε πάλι σε μοναστήρι. Ο νόμιμος αυτοκράτορας διατήρησε θεωρητικά τα προνόμια του, χωρίς να μπορεί να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία για μια ολόκληρη εικοσιπενταετία (920-944). Κατά την περίοδο αυτή κατηύθυνε τα ενδιαφέροντα του στη συνεχή μελέτη και στη συγγραφή, έδειξε δε χαρακτηριστικό ζήλο για τη συγκέντρωση και την επεξεργασία των πηγών.
Η στάση των συμβασιλέων Στεφάνου και Κωνσταντίνου εναντίον του πατέρα τους κατέληξε στην εκθρόνιση του Ρωμανού και στην έγκλεισή του σε μοναστήρι, αλλά από τις αντιδράσεις επωφελήθηκε ο Κωνσταντίνος Ζ', ο οποίος με την υποστήριξη του στρατού και του λαού εκθρόνισε τους γιους του Ρωμανού και έμεινε μόνος κύριος της εξουσίας (27 Ιανουαρίου 945). Στις πρωτοβουλίες του ενισχύθηκε από την πανίσχυρη οικογένεια των Φωκάδων, η οποία είχε πέσει σε δυσμένεια κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμανού Λακαπηνού και η οποία ανέλαβε την πλήρη στήριξη του λόγιου αυτοκράτορα στον θρόνο από καίριες θέσεις του δημόσιου βίου (Λέων Φωκάς, Βάρδας Φωκάς, Νικηφόρος Φωκάς κ.ά.). Η σταθερή βυζαντινοβουλγαρική ειρήνη μετά τον θάνατο του Συμεών και την ανάληψη της εξουσίας από τον μετριοπαθή γιο και διάδοχο του Πέτρο (927-965) στηρίχθηκε στην ετήσια επιχορήγηση των Βουλγάρων για τον έλεγχο των κινήσεων των Ούγγρων κατά μήκος του Δούναβη. Η ειρήνη στη Βαλκανική δεν εμπόδισε τις επιδρομές των Ούγγρων, γιατί ο Πέτρος αδιαφόρησε για τη διατήρηση αξιόμαχου στρατού. Εν τούτοις, οι Βυζαντινοί είχαν την άνεση να οργανώσουν τον πόλεμο εναντίον των Αράβων σε όλα τα μέτωπα και να επιτύχουν την εξουδετέρωση της αραβικής απειλής με αλλεπάλληλες νίκες υπό τους στρατηγούς Βάρδα Φωκά, Νικηφόρο Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή κ.ά. Παράλληλα, ενισχύθηκε το ενδιαφέρον για τη σταθεροποίηση της βυζαντινής παρουσίας στις επαρχίες της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, ο δε δραστήριος στρατηγός Μαριανός Αργυρός πέτυχε να διευρύνει τη βυζαντινή επιρροή. Στη δεύτερη αυτή περίοδο της βασιλείας του Κωνταντίνου Ζ' αναπτύχθηκαν οι εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία και τους άλλους λαούς στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου, το δε βάπτισμα της ηγεμονίδας της Ρωσίας Όλγας στην Κωνσταντινούπολη (957) ενίσχυσε τα ερείσματα των Βυζαντινών στην περιοχή αυτή. Η εκστρατεία εναντίον των Ούγγρων, με αρχηγό τον στρατηγό Λέοντα Αργυρό, στέφθηκε από επιτυχία (958-959), η δε αυτοκρατορία ανέκτησε την παλιά της ισχύ και ακτινοβολία και την εσωτερική κοινωνική της γαλήνη.
Ο Κωνσταντίνος Ζ', παρά τις οδυνηρές εμπειρίες της νεότητας και τον συνεχή παραγκωνισμό του από την εξουσία, διατήρησε την πνευματική του ανεξαρτησία και αξιοποίησε τα χαρίσματα του. Χωρίς να είναι από τη φύση του μεγάλος πολιτικός ή στρατηγός, είχε την ικανότητα να επιλέγει τους κατάλληλους συνεργάτες και να επιλέγει τους σωστούς στόχους. Η στροφή του προς τα γράμματα αποτελούσε κίνητρο για τη δημιουργία κύκλου λογίων, οι οποίοι συνδέθηκαν με την ακμή των ποικίλων μορφών γραμματείας. Έγραψε και ο ίδιος αξιόλογες πραγματείες, όπως Ιστορική διήγησις του Βίου του Βασιλείου Α' (867-886), στην οποία δικαιώνει το έργο του πάππου του· Προς τον ίδιον υιόν, στην οποία δίνει συμβουλές στον γιο του Ρωμανό Β' στίχους στον θάνατο της συζύγου του· Λόγους για διάφορα γεγονότα, ποιήματα, επιστολές κ.λπ. Σημαντικότερα όμως είναι τα έργα του Περί θεμάτων (De thematibus), στο οποίο με βάση τις παλαιότερες πηγές καταγράφεται η διοικητική οργάνωση των επαρχιών, και Περί βασιλείου τάξεως (De ceremoniis aulae byzantinae), στο οποίο αξιοποιούνται παλαιότερα αρχειακά κείμενα για τις διπλωματικές σχέσεις του Βυζαντίου με τους άλλους λαούς και για τις τελετές του Παλατιού.
Το μεγάλο ενδιαφέρον του για τα γράμματα και τις τέχνες επικεντρώθηκε στην αναδιοργάνωση του πανδιδακτηρίου της Μαγναύρας (το οποίο θεωρείται ως έαν από τα πρώτα πανεπιστήμια στον κόσμο)  και στην υποστήριξη όλων των ειδών της γραμματείας, ιδιαίτερα όμως της ιστορικής (Συνεχιοτές Θεοψάνους-Ιστορία του Γενεσίου κ.λπ.), της νομικής (νέα έκδοση των Βασιλικών), των φυσικών (Γεωπονικά, ιππιατρικά, περί ζώων κ.λπ.).
Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 959 . έχουν εκφραστεί υπόνοιες ότι ίσως δηλητηριάστηκε , είτε από το γιό και διάδοχο του Ρωμανό Β'  , είτε από την νύφη του Θεοφανώ.