Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Οι βάρβαροι του Καζαντζάκη και οι βάρβαροι του Καβάφη: η νομαδικότητα ως στοιχείο ποιητικής
(ομιλία που εκφωνήθηκε από την κα Λένα Αραμπατζίδου Λέκτορα του ΑΠΘ στην Νέα Ελληνική Φιλολογία - 1 Απριλίου 2009 -  στο Κέντρο Ιστορίας Θεσ/νίκης, Μέγαρο Μπίλλη, στην εκδήλωση της διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη με τίτλο «Καζαντζάκης χωρίς σύνορα» και λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της να απευθύνεται στο ευρύ κοινό δεν έχει τη δομή ούτε διέπεται από τις αρχές μιας επιστημονικής εργασίας)
Ο τίτλος της εργασίας μου είναι: οι βάρβαροι του Καζαντζάκη και οι βάρβαροι τουΚαβάφη. Οι βάρβαροι είναι του Καζαντζάκη και του Καβάφη, τους ανήκουν, είναι δικοί τους. Τους έχουν οικειοποιηθεί, από τη στιγμή που τους έδωσαν τη δική τους φωνή. Γιατί οι βάρβαροι τόσο στον Καβάφη όσο και στον Καζαντζάκη αποκτούν τη δική τους, ιδιόκτητη φωνή. Η φωνή των βαρβάρων του Καβάφη είναι η σιωπή. Την γνωρίζουμε καλύτερα, επειδή ακούστηκε δυνατά μέσα από το ποίημά του «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το οποίο ας διαβάσουμε, για να το ξαναθυμηθούμε.
Οι βάρβαροι του καβαφικού ποιήματος επιβάλλουν την παρουσία τους μέσα από την απουσία. Δεν εμφανίζονται ποτέ στο ποίημα, είναι όμως διαρκώς παρόντες. Οι βάρβαροι δεν ακούγονται καθόλου μέσα στο ποίημα, αρθρώνουν όμως λόγο. Είναι ένας λόγος απουσίας, όχι παρουσίας. Η φωνή τους είναι η σιωπή, και στη σιωπή τους ελλοχεύει μια κραυγή: η κραυγή αγωνίας της αυτοκρατορίας, η κραυγή απόγνωσης της αυτοκρατορίας. Η αυτοκρατορία κουρασμένη, εξασθενημένη, εξαντλημένη, ανίκανη για οποιαδήποτε δράση, βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης. Η διάβρωση έχει εξαπλωθεί τόσο ανεπανόρθωτα μέσα στον οργανισμό της (στους δικαστές, στους νομοθέτες, στους κυβερνήτες) που είναι αδύναμη πια να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Η μόνη υπόσχεση δύναμης μπορεί να προέλθει απέξω, έστω κι αν αυτό σημαίνει την κατάκτησή της. Η αυτοκρατορία περιμένει τους κατακτητές της και απογοητεύεται, όταν αυτοί δεν έρχονται. Όταν η επώδυνη πρακτική της κατάκτησης τρέπεται σε προσδοκία, όταν η κατάκτηση θεωρείται λύτρωση, τότε βρισκόμαστε σε στάδιο προϊούσας κατάρρευσης. Αυτή η κατάπτωση συνοψίζει το νόημα της παρακμής. Η «παρακμή», περισσότερο γνωστή ως decadence σήμερα έχει αναχθεί σε έννοια αχρονική. Στο τέλος όμως του 19ου αι. είχε συγκεκριμένη σημασία: decadence ονομάστηκε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό κίνημα, το οποίο διαλέχθηκε με την έννοια της φθοράς και πραγματεύτηκε μεταξύ άλλων θεμάτων και το θέμα της αποσύνθεσης. Κυρίαρχη θέση σε αυτό το θέμα κατέχει η πτώση της αυτοκρατορίας και η έλευση των βαρβάρων. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, η αυτοκρατορία αντιπροσωπεύει την οργανωμένη κοινωνία, ενώ οι βάρβαροι αντιπροσωπεύουν μικρές ανοργάνωτες κοινότητες που αναπτύσσονται στα σύνορα της αυτοκρατορίας, στις παρυφές δηλαδή της συγκροτημένης διοικητικής οργάνωσης. Είναι ως επί το πλείστον νομάδες, μετακινούμενοι δηλαδή πληθυσμοί χωρίς συγκροτημένη διοικητική οργάνωση, ομάδες που βρίσκονται σε κίνηση και κατασκηνώνουν σε οικισμούς που φτιάχνουν κατά περίσταση. Αν η αυτοκρατορία αναπαρίσταται ως δέντρο, οι νομάδες αναπαρίστανται ως φυτά που ριζώνουν κι απλώνονται στη βάση του δέντρου. Η ουσία αυτής της αναπαράστασης είναι η αντιπαράθεση ταυτότητας και ετερότητας. Οι νομάδες αντιπροσωπεύουν το ξένο, το αλλότριο στοιχείο, την ετερότητα σε σχέση με την αυτοκρατορία, είναι οι ξένοι, οι άλλοι, είναι στην πραγματικότητα πολεμικές μηχανές που δρουν στην περιφέρεια επιχειρώντας διεισδύσεις στο κέντρο έως την κατάλυση ή κατάληψή του.
            Ο Καβάφης μας συστήνει τους βαρβάρους του το 1904 όταν γράφει το ποίημά του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 23 χρόνια αργότερα θα συναντήσει στην Αλεξάνδρεια τους βαρβάρους του Καβάφη ο Καζαντζάκης. 20 χρόνια νεότερος από τον Καβάφη (ο Καβάφης γεννήθηκε το 1863, ο Καζαντζάκης το 1883) ο Καζαντζάκης επισκέπτεται τον Καβάφη στο σπίτι του. Εκεί τον βλέπει να κοιτάζει από το παράθυρό του και να περιμένει τους βαρβάρους να προβάλουν. «Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια», μας λέει ο Καζαντζάκης, «είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει». Ο Καζαντζάκης αναπαριστά τον Καβάφη με τα ίδια χαρακτηριστικά με τα οποία ο Καβάφης περιέγραψε την αυτοκρατορία. Ο Καζαντζάκης αποδίδει στον Καβάφη τα γνωρίσματα της καταπτοημένης αυτοκρατορίας και προσγράφοντάς του αυτά τα γνωρίσματα τον εγγράφει στον κύκλο της παρακμής, έτσι όπως την ορίσαμε νωρίτερα. Για τον Καζαντζάκη, ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής, είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού, η πιο εξαιρετική φυσιογνωμία της Αιγύπτου. Ο Καβάφης συνοψίζει στα μάτια του Καζαντζάκη την αυτοκρατορία. Και πράγματι, ο Καβάφης ζώντας στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας, ποιητής της διασποράς, όχι Έλληνας, «ελληνικός», όπως μας λέει ο ίδιος, μπορεί να είναι ο εκπρόσωπος μιας άλλοτε ένδοξης αυτοκρατορίας, της αυτοκρατορίας του μεγάλου Αλεξάνδρου που έφτιαξε στην ελληνιστική εποχή έναν ελληνικό καινούριο κόσμο, μέγα, «Αλεξανδρείς, Αντιοχείς, Σελευκείς κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας», διαβάζουμε στο καβαφικό ποίημα «Στα 200 π.Χ.». Απόγονος του άλλοτε ένδοξου βασιλείου των Πτολεμαίων, επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που γνώρισε ένδοξες στιγμές με την Κλεοπάτρα, ο Καβάφης, η πιο εξαιρετική φυσιογνωμία της Αιγύπτου, όπως λέει ο Καζαντζάκης, θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμό που οδηγείται στη συρρίκνωση ή στο τέλος, τον πολιτισμό που έφτιαξαν οι Έλληνες στην Αλεξάνδρεια.
Ο Καζαντζάκης δεν πηγαίνει στην Αλεξάνδρεια για ταξίδι, πηγαίνει ως ανταποκριτής εφημερίδας, για να καταγράψει τις εντυπώσεις του. Η μετοικεσία, λοιπόν, στην περίπτωση του Καζαντζάκη σημαίνει εργασία. Έτσι γίνεται κι ο ίδιος ένας νομάδας, ένα άτομο που μετατοπίζεται σε άλλο τόπο, ένα σώμα που μετακινείται φέροντας μαζί και τα υπάρχοντά του. Και τα υπάρχοντα αυτού του νομάδα, του Καζαντζάκη, είναι το σώμα των γραπτών του. Ο Καζαντζάκης φεύγοντας από την Ελλάδα, για να πάει στην Αίγυπτο, φέρνει μαζί του το κείμενό του. Και το κείμενό του αυτή τη φορά δεν είναι η λογοτεχνία, είναι η ταξιδιωτική αφήγηση που εκφέρει εντελώς διαφορετικό είδος λόγου από τη λογοτεχνία. Η ταξιδιωτική αφήγηση υιοθετεί τον ορθολογικό, αντικειμενικό, δημοσιογραφικό εκφραστικό τρόπο, ενώ η λογοτεχνία ως μυθοπλασία είναι πλούσια σε εκφραστικά σχήματα (όπως η μεταφορά για παράδειγμα) που συχνά αντιστέκονται στην έννοια της λογικής κατανόησης.
Ο Nietzsche που στάθηκε μέσα από τα έργα του δάσκαλος του Καζαντζάκη, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του –έστω κι αν τον σημάδεψε για πάντα– περιγράφει τη λογοτεχνία ως ένα σύνολο από εκφραστικά σχήματα, ως ένα κινούμενο στρατό. Μας λέει: «Ένας κινούμενος στρατός από μεταφορές, μετωνυμίες και ανθρωπομορφισμούς, εν συντομία ένα σύνολο από ανθρώπινες σχέσεις που εξυψώνονται ποιητικά και ρητορικά, μετατίθενται και ομορφαίνονται μέχρι να γίνουν στέρεες και αναπόφευκτες από τη μακρά και επανειλημμένη χρήση». Οι μεταφορές, οι μετωνυμίες, οι ανθρωπομορφισμοί, όλοι οι εκφραστικοί τρόποι της λογοτεχνίας παρουσιάζονται σαν ένας στρατός που επιτίθεται και ξαφνιάζει τους ακροατές, για να τους κατακτήσει, μέχρι να επιβάλει την παρουσία του. Μοιάζει με στρατό από βαρβάρους, από νομάδες. Ο Καζαντζάκης, όμως, φεύγοντας από την Ελλάδα για να πάει στην Αίγυπτο δεν παίρνει μαζί του ως κείμενο τη λογοτεχνία και έτσι αφήνει πίσω του όλους αυτούς τους νομάδες, αυτό το στρατό από λογοτεχνικά εκφραστικά σχήματα, τους βαρβάρους του.
Ο Καζαντζάκης μπαίνει στην Αίγυπτο χωρίς τους βαρβάρους του. Είναι ένας μοναχικός νομάδας που πάει να συναντήσει τον εκπρόσωπο της αυτοκρατορίας. Και το κείμενό του, η ταξιδιωτική αφήγηση, είναι ένα μοναχικό κείμενο, απογυμνωμένο από τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει σχήματα λόγου. Στη θέαση, όμως, της αυτοκρατορίας γίνεται κι αυτό το μοναχικό κείμενο ένας νομάδας, βγάζει τις ρίζες του κι απλώνει δίπλα στο δέντρο της αυτοκρατορίας. Όταν ο Καζαντζάκης, αντικρίζει τον Καβάφη, διακρίνει πάνω του τα σημάδια της αυτοκρατορίας, διαβάζει πάνω του και μέσα από αυτόν το ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Ο Καζαντζάκης δεν βλέπει τον Καβάφη, τον διαβάζει και μάλιστα τον διαβάζει σαν ήρωα του ποιήματός του. Αυτή η ανάγνωση του Καζαντζάκη αποσπά τον Καβάφη από την πραγματικότητα και τον εγγράφει ως πρωταγωνιστή μέσα στην ίδια την ποίησή του. Η παρουσία του εκπροσώπου της αυτοκρατορίας Καβάφη, βγάζει μέσα από το νομάδα δημοσιογράφο Καζαντζάκη το λογοτέχνη Καζαντζάκη. Την ίδια επενέργεια υφίσταται και το κείμενο του Καζαντζάκη. Το καζαντζακικό κείμενο δεν περιγράφει το σπίτι του Καβάφη, τη συνοικία, το εσωτερικό του, όπως θα έκανε κανονικά ένα ταξιδιωτικό κείμενο, αλλά περιγράφει την ποίησή του. Ο Καζαντζάκης φτιάχνει ένα ταξιδιωτικό κείμενο που αντί να περιγράφει τόπους, μέρη κι αντικείμενα, περιγράφει άλλα κείμενα, διαβάζει άλλα κείμενα, τα κείμενα του Καβάφη. Γίνεται έτσι και αυτό το κείμενο ένας νομάδας, ένας μικρός βάρβαρος που στέκεται δίπλα στην αυτοκρατορία, το καβαφικό αυτοκρατορικό κείμενο, και προσπαθεί να το ερμηνεύσει.
Αυτός ο νομάδας που λέγεται καζαντζακικό ταξιδιωτικό κείμενο θα συνοδέψει το δημιουργό του 12 χρόνια αργότερα το 1939 στην Αγγλία. Ο Καζαντζάκης πηγαίνει στην Αγγλία όχι ως τουρίστας αλλά και πάλι ως νομάδας, για την εξασφάλιση της επιβίωσής του, για να στείλει άλλο ένα άρθρο σε εφημερίδα. Εκεί το νομαδικό του κείμενο δεν διαβάζει ποίηση, διαβάζει ιστορία, την ιστορία της Αγγλίας. Μόλις αποβιβάζεται από το πλοίο ο Καζαντζάκης δεν βλέπει τα απέραντα λιβάδια της Αγγλίας, βλέπει πεδιάδες γεμάτες από στρατιώτες που πολεμούν. Βλέπει στρατούς να συγκρούονται. Είναι η ιστορία της Αγγλίας που ζωντανεύει μπρος στα μάτια του. Ο Freud λέει ότι τα μέρη από τα οποία περνάμε είναι πάντα στοιχειωμένα, έστω κι αν τα φαντάσματα δεν εμφανίζονται πάντοτε μπροστά μας. Έτσι κι ο Καζαντζάκης τη στιγμή της αποβίβασής του από το πλοίο αντικρίζει τα άδεια λιβάδια, αλλά τα βλέπει γεμάτα από τις βαρβαρικές ορδές που ξεχύθηκαν στην ενδοχώρα, αφότου αποβιβάστηκαν στις ακτές της όπως κι αυτός. Τα έξι βαρβαρικά κύματα που συγκλόνισαν την Αγγλία αναδιπλώνονται στην περιγραφή του όπως αναδιπλώθηκαν και πάνω στο αγγλικό έδαφος: οι Μεσόγειοι, οι Κέλτες, οι Ρωμαίοι, οι Σάξονες, οι Βίκινγκς, οι Νορμανδοί. Αργότερα αυτά τα έξι κύματα ο Καζαντζάκης θα τα ονομάσει τα έξι κύματα των κατακτητών που πάτησαν το έδαφος της Αγγλίας. Όταν πατάει αυτός το έδαφος της Αγγλίας αναγνωρίζει ακόμη στο αγγλικό έθνος το βάρβαρο, εφηβικό βορρά με τη νεανική χνοδομάγουλη αθωότητα. Από την άλλη ο ίδιος νιώθει ως απόγονος μιας γέρικης φυλής της Ανατολής όπου «θύμησες βαριές, προαιώνιες»γράφουν και στο πιο μικρό παιδί ολόκληρη τη μνήμη της ράτσας.
Διαβάζουμε:
«Δεν έπρεπε η εγγλέζικη γλώσσα να’χει την έκφραση τούτου: «Πόσο γέρος είσαι;» όταν ρωτά για την ηλικία κι ενός ακόμα παιδιού. Έπρεπε να την είχαμε εμείς και τα ανατολίτικα παιδιά να απαντούν: «Είμαι γέρος δυο χρονών… τριών χρονών…»
Το how old are you, χαρακτηριστική ερώτηση στα αγγλικά για την ηλικία ο Καζαντζάκης το μεταφράζει κυριολεκτικά «πόσο γέρος είσαι;» εισάγοντας ένα τρόπο που δεν μεταφράζει ανάμεσα σε γλώσσες αλλά ανάμεσα σε φυλές. Μεταφράζει ανάμεσα στις ταυτότητες του βάρβαρου και αξόδευτου, γερού και δυνατού από τη μια και του πολιτισμένου, κουρασμένου, πολυδουλεμένου, πολυβασανισμένου από την άλλη. Ανάμεσα σε αυτές τις δυο ταυτότητες ο Καζαντζάκης πολεμά να βρει την ταυτότητα του Νεοελληνικού πολιτισμού. Γεροντοδείχνουμε, λέει από τη μια, και νερούλιασε το αίμα της Ελλάδας. Και από την άλλη: Είμαστε νέο χαρμάνι. Δεν μπορούμε να πούμε πως είμαστε παλιά, γερασμένη ράτσα. Είμαστε καινούρια, βράζουν ακόμη τα αίματα, μούστος ακαταστάλαχτος. Αυτά λέει στο ταξίδι του στο Μοριά, για να διατυπώσει ακόμη πιο ισχυρή την αγωνιστική του πεποίθηση στο ταξίδι του στην Ιαπωνία. Εκεί διατυπώνει καθαρά τη λαχτάρα του για μια πείνα, μια δίψα που θα δουλεύουν σταθερά και δυνατά μέσα στον άνθρωπο σαν μια ράτσα βάρβαρη που δεν έχει ακόμη μπουχτίσει τον κόσμο. Τελικά θα λέγαμε ότι αν ο Καβάφης περιμένει τους βαρβάρους, ο Καζαντζάκης λαχταρά και θέλει να είναι οι βάρβαροι.