Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Η χερσόνησος του ΄Αθω παρά τη μοναστική φυσιογνωμία της διατήρησε ανέκαθεν μία αμφίδρομη σχέση με το κοσμικό στοιχείο, το οποίο άλλοτε εισχωρούσε στη χερσόνησο για επαγγελματικούς λόγους και άλλοτε συναλλασσόταν εξ αποστάσεως με τις μοναστικές αδελφότητες για ποικίλες αιτίες. 
   Περισσότερο άμεση θεωρείται η επικοινωνία με τους κατοίκους της υπόλοιπης Χαλκιδικής, η οποία στηρίχθηκε σε παράγοντες, όπως η εγγύτητα των δύο τόπων και η έντονη παρουσία πολλών Χαλκιδικιωτών, που εγκαταβίωναν στις μονές και στα κελλιά ως μοναχοί. Οι τελευταίοι ήταν εκείνοι που αποτέλεσαν τη γέφυρα, ώστε να εντοπιστούν επαγγέλματα, τα οποία μπορούσαν να συνδράμουν τον μοναχισμό του ΄Αθω.
   Τα μοναστηριακά αρχεία καταδεικνύουν ότι οι Χαλκιδικιώτες επαγγέλονταν τα πάντα στο ΄Αγιον ΄Ορος (ζωέμποροι, γανωτές, ορειχαλκουργοί, υλοτόμοι, υποδηματοποιοί, κτίστες, αλιείς, βοϊδάδες κ.ά.), αλλά και από τα χωριά τους δεν παρέλειπαν να εξυπηρετούν τους αγιορείτες μοναχούς σε κάθε τους υπόθεση.
   Το 1915 ο γνωστός λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης ίδρυσε συνεταιρικά μία εταιρεία ξυλείας στο ΄Αγιον ΄Ορος στηριζόμενος σε υλοτόμους από τη Χαλκιδική. Η εταιρεία αυτή δεν κατάφερε να ευδοκιμήσει και σε σύντομο διάστημα διαλύθηκε (1916) αναγκάζοντας τον Καζαντζάκη να μετακινηθεί προς την Πελοπόννησο, όπου ασχολήθηκε με τη λειτουργία ενός λιγνιτωρυχείου έχοντας μαζί του ως επιστάτη τον Γιώργη Ζορμπά – γνωστό από τη διαμονή του στο Νεοχώρι και στο Παλαιοχώρι εξαιτίας της ενασχόλησής του με τα μεταλλεία της Πιάβιτσας (Νεοχωρίου).
   Ερευνώντας το αρχείο της μονής Αγίου Παύλου στάθηκα σε μία επιστολή οκτώ εργατών από το Παλαιοχώρι, η οποία καταδεικνύει την κακή πορεία της εταιρείας του Καζαντζάκη από τα πρώτα της βήματα και το εργασιακό περιβάλλον στο οποίο ήταν εκτεθειμένοι όσοι εργάζονταν μακριά από τον τόπο τους.


Η επιστολή των Παλαιοχωρινών Γαλάνη, Σιώκου (δύο αδελφοί), Κάσσανδρου, Κατσιρμά, Μπουγά, Βούζιου και Μοσχόπουλου συντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1916 και απευθύνεται στον ηγούμενο και τους προϊσταμένους της μονής Αγίου Παύλου με σκοπό να μεσολαβήσουν, ώστε να πληρωθούν οι πρώτοι από την εταιρεία τους. Την παρουσιάζω τηρώντας τη σύνταξη και ορθογραφία της:

Ενταύθα Αγίου Παύλου.
Παναγιότατε ΄Αγιε Καθηγούμενε μετά της σεβαστής επητροπής Αγίου Παύλου ταπηνώς προσκηνούμεν.
   Διά ταύτης μας πληροφορούμεν ημείς οι ιμέτηροι εργάται του κυρίου Νηκολάκη Καζαντσάκη και κυρίου Ιωάννου Σκορδήλοι και κυρίου Αντωνάκη Παναγιότου εργαζόμενοι επί ένα ολόκληρο μήνα εν ελείψη των κυρίων επί σκοπού όπως επιστρέψωσι μετά τας εορτάς και έλθωσι ίνα μας πληρώσωσιν το δίκαιόν μας. Αλλ’ επειδή δεν εφάνησαν όπως επηστρέψουν οπήσω και δεν γνωρίζωμεν τι γίνεται η εργασία διά τούτο παρακαλούμεν εις την ημετέραν Παναγιότητά σας όπως σπλαχνησθήτε ημάς αν είνε δυνατόν και δώσητε το δίκαιόν μας, ότι ως πτωχοί εργάται όπου είμεθα και καθηστηρούνται οι οικίοι ημών του καθημερινού άρτου. Διά τούτο παρακαλούμεν όπως δεχθήται τα παράπονα ημών.
Μεθ’ ηπολήψεως ταπηνώς προσκυνούμεν.
Ενταύθα Αγίου Παύλου τη Ιανουαρίου εικοσιτρείς 23 1916
Οι εργαζόμενοι
Νικόλαος Π. Σόκου
Νικόλαος Α. Γαλάνης
Δημήτριος Β. Κασσάνδρου
Αθανάσιος Π. Σιόκος
Δίμος Β. Κατσηρμάς
Αστέριος Πογάς
Κωνσταντίνος Βούζιος
Αθανάσιος Β. Μοσχόπουλος
   Στην επιστολή τους οι Παλαιοχωρινοί εργάτες δεν μνημονεύουν την επαγγελματική ιδιότητά τους ή το αντικείμενο της εταιρείας των Καζαντζάκη, Σκορδίλη και Παναγιώτου, αφού την πληροφόρηση αυτή παρακάμπτει η ανησυχία τους για το δίκαιον, η φτώχεια τους και ο αντίκτυπος, που θα έχει για το οικογενειακό περιβάλλον τους η καθυστέρηση της πληρωμής τους.
   Η εποχή του 1916, την οποία χαρακτηρίζει η οικονομική δυσπραγία, αποτελεί μία ατυχή συγκυρία για τα προβλήματα αυτών των εργατών, τα οποία συνθλίβουν τη βιοποριστική προσπάθειά τους. Για να αφουγκραστούμε την εποχή αυτή μπορούμε να δούμε τα όσα καταθέτει στην αλληλογραφία του ένας ιερέας του γειτονικού Νεοχωρίου: ένεκα της μεγάλης δυστυχίας όπου υπάρχει εις τον κόσμον, οι άνθρωποι επούλησαν τα ζώα των […] εγώ δε τι να πουλήσω ζώα δεν έχω. Τίποτα δεν έχω να πουλήσω έξωδα έχω, ψωμί να αγοράζω όπου έγινεν 80 λεπ. Το καλαμπόκι και εκείνον δεν υπάρχη και είνε πικρόν […] αλλά και τι να πράξωμεν δεδοξασμένον το όνομα του υψίστου πρέπει να υποφέρομεν, διότι εξ αμαρτιών μας ήλθαν ετούτοι οι καιροί και οι χρόνοι και εφέτως [=1916] δεν μας έμινεν ήλη επάνο μας με αυτό το ψωμί (δηλ.) την μεγάλην ακρείβια όπου έχη.
   Η τύχη της επιστολής των Παλαιοχωρινών εργατών δεν μας είναι γνωστή, επειδή το αρχείο της μονής Αγίου Παύλου δεν διασώζει κάποια μεταγενέστερη, που να αναδεικνύει την εξέλιξη του θέματος. Πιθανόν η εταιρεία να ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της, επειδή από τον Ιανουάριο του 1916 έως το φθινόπωρο του ίδιου έτους, που καταργήθηκε, μεσολάβησε ικανό διάστημα.
   Ωστόσο, μπορούμε σταθούμε στην παρούσα επιστολή, η οποία διατηρώντας την αυτοτέλειά της και την ιστορική αξία της για το παρελθόν των κατοίκων του Παλαιοχωρίου δεν παύει να τονίζει πολλές πτυχές της σύγχρονης εποχής, όπου η οικονομική ακαταστασία συρρικνώνει τον κοινωνικό ιστό σε ανησυχητικό βαθμό, διότι εξ αμαρτιών μας ήλθαν ετούτοι οι καιροί και οι χρόνοι (επαναλαμβάνω τα γραφόμενα του ιερέα).
Δημοσιεύτηκε στην εφημ. «Παλαιοχωρινά Νέα» (Παλαιοχωρίου Χαλκιδικής), φ. 20 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2012).

Του Κωνσταντίνου Θ. Χιούτη